- (ε)ξομολογώ
- (ε)ξομολογώ(ε)ξομολόγησα, (ε)ξομολογήθηκα, (ε)ξομολογημένος, μτβ.1. υποβάλλω κάποιον σε εξομολόγηση, τον κάνω να ομολογήσει κάτι.2. (για ιερέα εξομολογητή), ακούω την εξομολόγηση πιοτού.3. το μέσ., εξομολογούμαι και ξομολογιούμαι και ξομολογιέμαι, ομολογώ τις αμαρτίες μου, λέω τα κρίματά μου (ιδίως στον εξομολόγο ιερέα).ξομολογώξομολόγησα, ξομολογήθηκα, ξομολογημένος1. κάνω κάποιον να ομολογήσει κάτι.2. ακούω την εξομολόγηση πιστού: Παπά μου ξομολόγα με, τα κρίματα συχώρα με (δημ. τραγ.).3. το μέσ., ξομολογούμαι και ξομολογιέμαι λέω τις αμαρτίες μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.